- βουρλιάζω
- -ιασα, -ιάστηκα, βουρλιασμένος, περνώ σε βούρλο ή κλωστή πολλά όμοια πράγματα, αρμαθιάζω: Σε πολλά ελληνικά χωριά το καλοκαίρι βουρλιάζουν καπνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.